Λήμμα του μήνα

Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη

γαβάθα [ɣaváθa], η (ουσ. ΟθI2.1).

1)

Παραδοσιακό πήλινο, ξύλινο ή μεταλλικό μαγειρικό σκεύος που μοιάζει με βαθιά πιατέλα ή βαθύ πιάτο και χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαγητών, για το σερβίρισμα κτλ.

(πρβ. μπολ, τσανάκα)
Χρήσεις
Αδειάστε τα υλικά της σαλάτας σε μια μεγάλη γαβάθα και περιχύστε με λάδι και ξίδι

2)

(συνεκδ.)

α.

Το περιεχόμενο του παραπάνω μαγειρικού σκεύους

Χρήσεις
Έφαγα όλη τη γαβάθα κι ακόμη δε χόρτασα, είχα να φάω από χθες το βράδυ

β.

(σε σχήμα υπερβολής)

Μεγάλη ποσότητα φαγητού

Χρήσεις
Άμα τρως μια γαβάθα στην καθισιά σου, πώς να μην παχύνεις;


–υποκορ. η γαβαθούλα (ΟθI2.6) και το γαβαθάκι (ΟοIΙ2.3) .

Οι Εκδόσεις Πατάκη για περισσότερα από είκοσι (20) χρόνια εργάζονται με αφοσίωση για τη δημιουργία του Μεγάλου Ηλεκτρονικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας – Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ-Π).

Πλοηγηθείτε στη σελίδα μας με τους όρους συνδρομής μας, για περισσότερες πληροφορίες.

Μπορείτε να ζητήσετε την επαναφορά του κωδικού σας.